ἀσελγέστατος

ἀσελγέστατος
ἀσελγής
licentious
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παγκαταπύγων — παγκαταπύγων, ονος, ὁ ἡ, ουδ. παγκατάπυγον (Α) ασελγέστατος κίναιδος, αισχρότατος («ὦ παγκατάπυγον θἡμέτερον ἅπαν γένος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + καταπύγων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”